αγιοπολιτικός

αγιοπολιτικός
αγιοπολιτικός , -ή, -ό
относящийся к Иерусалиму

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγιοπολιτικός" в других словарях:

  • αγιοπολίτης — Ανώνυμο μεσαιωνικό χειρόγραφο, που βρίσκεται στη βασιλική βιβλιοθήκη του Παρισιού. Περιέχει τη θεωρία και πράξη της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής. Διχογνωμία υπάρχει για το όνομα του συγγραφέα της διατριβής. Σύμφωνα με ορισμένους, πρόκειται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»